- καννίον
- καννίον, τό (AM)αγγείο με προχοή στο οποίο τοποθετούνταν αρώματα, το μυροδοχείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καννίον — κατανέω heap pres part act masc voc sg (doric) κατανέω heap pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάννιον — κατανέω heap imperf ind act 3rd pl (doric) κατανέω heap imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)